- παραβολάδην
- παραβολ-άδην, poet. [pref] παρβ-,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβολάδην — και ποιητ. τ. παρβολάδην Α επίρρ. με παράλληλο τρόπο, παράλληλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβολή + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] … Dictionary of Greek
παρβολάδην — Α βλ. παραβολάδην … Dictionary of Greek